- ἐμπαρίσταμαι
- ἐμπαρ-ίσταμαι, [voice] Pass. with [tense] aor. 2 [voice] Act.,A stand by, Hld.7.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπαρίσταμαι — ἐμπαρίσταμαι (Α) παρίσταμαι μέσα στον ίδιο χώρο με κάποιον … Dictionary of Greek